ξεγέννημα

ξεγέννημα
το, -ατος
γέννηση, τοκετός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεγέννημα — το [ξεγεννώ] 1. το αποτέλεσμα τού ξεγεννώ, γέννηση 2. βοήθεια σε ετοιμόγεννη να γεννήσει …   Dictionary of Greek

  • λόχευσις — λόχευσις, ἡ (Μ) [λοχεύω] ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μαιεία — μαιεία, ἡ (Α) [μαιεύομαι] το έργο τής μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μάμος — ο ο ειδικός γιατρός που ασχολείται με το ξεγέννημα των γυναικών, ο μαιευτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”